- ἱππακοντιστής
- ἱππ-ᾰκοντιστής, οῦ, ὁ,A mounted javelineer, Ael. Tact.2.13, Arr.An.4.4.7, Poll.1.131.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππακοντιστής — ἱππακοντιστής, ὁ (Α) ιππέας ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀκοντιστής (< ἀκοντίζω)] … Dictionary of Greek
ἱππακοντισταί — ἱππακοντιστής mounted javelineer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππακοντιστῶν — ἱππακοντιστής mounted javelineer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππακοντιστάς — ἱππακοντιστά̱ς , ἱππακοντιστής mounted javelineer masc acc pl ἱππακοντιστά̱ς , ἱππακοντιστής mounted javelineer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek